νάξιος

νάξιος
-ια, -ο (Α νάξιος, -ία, -ον) [Νάξος]
1. αυτός που προέρχεται από τη Νάξο, ναξιακός
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όν.) ο Νάξιος, η Ναξία
αυτός που γεννήθηκε στη Νάξο ή που κατοικεί στη Νάξο, ο Ναξιώτης
3. φρ. α) «ναξία λίθος» και «ναξία πέτρη» — λίθος τής Νάξου ο οποίος χρησιμοποιείται ως ακονόπετρα
β) «ναξία σμύρις» — σμύριδα η οποία εξορύσσεται και υφίσταται κατεργασία στη Νάξο και από την οποία κατασκευάζονται λειαντικά υλικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νάξιος — Naxos masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίων — Νάξιος Naxos fem gen pl Νάξιος Naxos masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νάξιον — Νάξιος Naxos masc acc sg Νάξιος Naxos neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίαις — Νάξιος Naxos fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίης — Νάξιος Naxos fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίοις — Νάξιος Naxos masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίοισι — Νάξιος Naxos masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίου — Νάξιος Naxos masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίους — Νάξιος Naxos masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξίῳ — Νάξιος Naxos masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”